ακρόνυκτος

ακρόνυκτος
ἀκρόνυκτος, -ον (Α)
βλ. ακρονύκτιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρόνυκτον — ἀκρόνυκτος rising at sunset masc/fem acc sg ἀκρόνυκτος rising at sunset neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρονύκτοις — ἀκρόνυκτος rising at sunset masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρονύκτου — ἀκρόνυκτος rising at sunset masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρονύκτους — ἀκρόνυκτος rising at sunset masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόνυκτοι — ἀκρόνυκτος rising at sunset masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρονύκτιος — α, ο και ακρόνυχτος, η, ο (AM ἀκρονύκτιος, ιον, Α και ἀκρόνυκτος, ον) αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή τής νύχτας, στο σούρουπο νεοελλ. (το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο τα ξημερώματα, την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νύκτιος <… …   Dictionary of Greek

  • ακρόνυχος — ἀκρόνυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή τής νύκτας, στο σούρουπο 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος). ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”